ξεβράζω

ξεβράζω
ξεβράζω, ξέβρασα βλ. πίν. 35

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεβράζω — (για τη θάλασσα) ρίχνω στη στεριά, εκβράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ έβρασα (βλ. και λ. ξ[ε] ) αόρ. τού ἐκβράζω «βγάζω έξω στη στεριά»] …   Dictionary of Greek

  • ξεβράζω — ξέβρασα, ξεβράστηκα, συνήθ. για θάλασσα, βγάζω, ρίχνω στην ξηρά, εκβράζω: Η θάλασσα ξέβρασε αργότερα το πτώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεκρίπτω — Α (για τη θάλασσα) ρίχνω έξω, εκβράζω, ξεβράζω, ξερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκρίπτω «ρίχνω έξω, ξεβράζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσβράσσω — και προσβράζω και αττ. τ. προσβράττω Α ξεβράζω («σῶμα πίτυϊ προσβεβρασμένον ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + βράσσω «εκβάλλω, ξεβράζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκβράσσω — Α 1. (για τη θάλασσα) βγάζω στην ξηρά, ξεβράζω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον 2. παθ. συνεκβράσσομαι (κατά τον Ησύχ.) «συνεξεβράσθη, συνεξεβλήθη». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκβράσσω «ξεβράζω, αποβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… …   Dictionary of Greek

  • εκπτύω — (AM ἐκπτύω) 1. αποβάλλω φτύνοντας 2. φρ. «ἐκπτύω ὕβρεις» ξεστομίζω άκοσμες βρισιές αρχ. μσν. (για θάλασσα) ξεβράζω αρχ. 1. διαδίδω 2. φτύνω σε έκφραση αηδίας 3. αποστρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • εναπερεύγω — ἐναπερεύγω (AM) ξερνώ, κάνω εμετό μέσα ή πάνω σε κάτι μσν. μέσ. ξερνώ, ξεβράζω κάποιον σ έναν τόπο αρχ. (μτφ. για ασελγή πράξη) εκσπερματίζω …   Dictionary of Greek

  • ξέβρασμα — το [ξεβράζω] 2. οτιδήποτε ξεβράζει το κύμα τής θάλασσας 2. μτφ. κοινωνικό απόβλητο, άνθρωπος τού υποκόσμου …   Dictionary of Greek

  • προσπτύω — Α 1. φτύνω προς κάποιον, ιδίως ως εκδήλωση περιφρόνησης και βδελυγμίας («προσπτύειν πρὸς τὸ πρόσωπον», Υπέρ.) 2. (μτβ.) α) αποβάλλω κάτι φτύνοντας («προσπτύειν ἰόν», Ιεροκλ.) β) (για θάλασσα) ρίχνω στην ακτή, ξεβράζω 3. μτφ. αποστρέφομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”